Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Η ξενιτιά, ο Χαρδούβελης, η τσίπα και η γάνα

Η ξενιτιά, ο Χαρδούβελης, η τσίπα και η γάνα

Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας

«Μετέφερα κάποια από τα χρήματά μου για περίπτωση ανάγκης, επειδή είχα παιδί στο εξωτερικό». Τάδε έφη ο πρώην υπουργός Οικονομίας κ. Γκίκας Χαρδούβελης. Ο Γκίκας, ο λεβέντης, ο καραμπουζουκλής.  Είχε παιδί στην ξενιτιά και φοβήθηκε  μη δυσκολευτεί ο λεβέντης. Και μένα με χτύπησε ο συνειρμός… «Ξενιτεμένα μου πουλιά». O εθνικός ύμνος της Ηπείρου. Τότε και τώρα. Να δεις κυρ’ Γκίκα μ’ πόσα παιδάκια κατσιάρτισαν για το εξωτερικό. Από την μετανάστευση του χθες, στην μετανάστευση του σήμερα. Και να ξέρεις Γκίκα μ’ ότι, όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, είναι τραγωδία. Κι αυτή την τραγωδία την έφκιασαν (τη συνέθεσαν κατά τους σπουδαγμένους εις Εσπερίαν συγκεκριμένοι. Και πού θα πάνε. Οσονούπω θα τους μουστρίσουν…)
(Στα ξένα δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!)
Η ξενιτιά. Τότε και Τώρα. Την έζησε την ξενιτιά η Ήπειρος και, δυστυχώς, κυρ’ Γκίκα μ’  τη ζει ακόμα.

Τζουμερκιώτης είμαι, ξέρω καλά πως η ξενιτιά, για πολλούς αιώνες, αποτέλεσε βασικό στοιχείο και γνώρισμα της ψυχικής και κοινωνικής ζωής των Τζουμερκιωτών και, φυσικά, όλων των Ηπειρωτών.
Οι περισσότερες Τζουμερκιώτικες οικογένειες -αν δεν είχαν μεταναστεύσει μέσα και έξω- είχαν για πολλούς μήνες τους άντρες στο ταξίδι. Κάθε Μάρτη, ο αρχηγός της οικογένειας ήταν έρμαιο μιας σκληρής και αδυσώπητης μοίρας: να αποχωρίζεται τα αγαπημένα του πρόσωπα και να ξενιτεύεται, για να δουλέψει και να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία για τη ζωή. Σε καταλαβαίνω, σε καταλαβαίνω κυρ’ Γκίκα μ’. Σε συμπονώ… είχες το παιδί στην ξενιτιά…

«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει»
(Κατά μάνα , κατά  τάτα κατά γιο και θυγατέρα…)
Γι’ αυτό κι εγώ ό,τι και να διαβάσω κι ό,τι και να γράψω για την ξενιτιά, με πιάνει το συναίσθημα που μεταφράζεται σε αγανάκτηση. Με βαράει για τα καλά. Την επιστημονική ανάλυση την αφήνω για τους ειδικούς, όπως ελόγου σου κυρ’ Γκίκα μ’… Εσείς έχετε τη σκέψη, τη γνώση και το φιλότιμο. Παίρνετε και τις αποφάσεις …Εγώ για τον πόνο της ηπειρώτισσας γιαγιούλας μιλάω, ο οποίος, -φυσικά- δεν μπαίνει σε επιστημονική ανάλυση, και περνούν ξώφαλτσα απ’ αυτόν τον πόνο οι θεωρίες και τα Συνέδρια…
Για διάβασε κι αυτά κυρ’ Γκίκα μ’.  
«Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐξακολουθοῦσε χρόνια τώρα. Ἦταν ἀκόμα νέα ἡ Μήτραινα, ὅταν, χήρα, ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, ὁ Γιάννης, γιὰ τὴν ἔρμη ξενιτειά .
Δὲν εἶχε ἀκόμα ἄσπρη τρίχα στὰ κατάμαυρα μαλλιά της,
ὅταν τὸν φίλησε γιὰ ὕστερη φορὰ καὶ τὸν εἶδε ψηλὰ ἀπὸ τὴ ραχούλα μὲ δακρυόπνιχτα μάτια νὰ χάνεται στὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ γίνεται ἄφαντος.»
Χρίστος Χριστοβασίλης
Και σαν τον ξεπροβόδισαν «θρονιάστηκε» η μάνα του στην άκρη στο τσιουκανάρ’ και τις περισσότερες ώρες κοίταγε στο βάθος… Μακριά, πολύ μακριά. Περίμενε…. Κάποτε, κάποτε «τραγουδούσε». Τραγούδι δεν μπορεί κάποιος να το πει. Κραυγή απελπισίας έβγαζε…
[…] «Στα ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξη τα δέντρα,
και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλαρίζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!
Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε γελάσει;
Πούν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Kώστας Κρυστάλλης

(Άξιος, άξιος!!!)
(Σε καταλαβαίνω κυρ’ Γκίκα μ’. Αντί για χάδια είχε το χρήμα. Στην ξενιτιά ήταν το παιδί… Το ξέρουμε, το ξέρουμε. Εκατομμύρια παιδιά μετανάστες. Τότε και τώρα… Από μανούλες βγήκαν. Κάποια μάνα κοιλοπόνεσε. Δεν βγήκαν Γκίκα μ’ από κατσαρόλες…)
Ό,τι και να μού λένε, κυρ’ Γκίκα μ’ εμένα δεν φεύγει από το μυαλό μου αυτό που έζησα παιδάκι. Ήταν η εποχή που μας επισκέφτηκαν εκπρόσωποι διαφόρων εταιρειών, οι οποίοι «πρακτόρευαν» τη μετανάστευση. Συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού μου πάνω από πενήντα χωριανούς και χωριανές, τους έβαλαν στη γραμμή κανταρέλα και προέβησαν σε υγειονομική τους εξέταση. Θυμάμαι και ανατριχιάζω… Πρώτα πρώτα μέτρησαν τα δόντια τους. Δεξιά οι/αι μη χρήζοντες/χρήζουσαι οδοντιατρικής περίθαλψης. Αριστερά οι/αι οδοντιατρικώς προβληματικοί/ές. Κάποιος είπε: «ξεχωρίζουν τα ζωντανά». Ίσα που δεν τον έφαγαν οι άλλοι. «Θα έχουμε δουλειά, θα έρθει χρήμα, θα αναπτυχθεί τουριστικώς το χωριό μας.»
Οι γραμματιζούμενοι το έλεγαν: «εισροή συναλλάγματος». Το ξέρω, αυτά φοβήθηκες κυρ’ Γκίκα μ’.
Και που λες ο κόσμος έφυγε και το συνάλλαγμα ποτέ δεν ήρθε…

Και εμείς, μεγαλώσαμε με το όνειρο να σπουδάσουμε, να φύγουμε απ’ το χωριό, να αποδράσουμε από τη φτώχεια και την ανέχεια, να σταματήσουμε να μαναρίζουμε τα ζωντανά, «να γίνουμε μεγάλ’ και τρανοί».

Το πώς φύγαμε είναι μεγάλη, μα πολύ μεγάλη ιστορία.
Θα σού την πω κυρ’ Γκίκα μ’  άλλη φορά.  Τώρα θα σ’ πω τα εξής: «Άμα σε αρπάξουν και σε στμπίσουν με το γδί και σε κάνουν σκορδαλιά, ίσως και να κοκκινίσεις. »
«Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια.
Μιας και δεν ντράπηκαν τα στόματα που τα λέγαν…» Μ. Λουντέμης
Τυχερός
Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύχτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.
Μὰ δίπλα τ᾿ ἀγκαλιάζει νὰ τὰ σπάσει
τοῦ ξένου ἡ ἀστερομάτισσα κατάρα.
Ἂν φαρμάκωνε μόνη τὸν ἀέρα,
ἴσως, ραγιᾶ νὰ ξύπναες κάποιαν ὥρα:
«Στὴ χώρ᾿ αὐτὴ ποὺ τήνε λέω δικιά μου
ξένος εἶμαι καὶ τυχερὸς ποὺ ζῶ!»
Αναρτήθηκε από ROMIANEWS  11-3-2015