Στον Πάνο Γεραμάνη (Δέκα χρόνια απουσίας)
«Ακούτε την Ελληνική Ραδιοφωνία Δύο. Είναι η εκπομπή «Λαϊκοί Βάρδοι» με τον Πάνο Γεραμάνη. Στην τεχνική επιμέλεια σήμερα είναι ο…»…
Συμπληρώθηκαν
δέκα χρόνια από τη μέρα (30 Απρίλη του 2005) που σίγησε πρόωρα και για πάντα, η
αργή και ήρεμη φωνή του Πάνου Γεραμάνη. Του εξαιρετικού δημοσιογράφου-ερευνητή
και ανθρώπου που δίχως να καταβάλλει
κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια κατάφερε να βρει μια θέση στην καρδιά όσων αγαπούν
το λαϊκό τραγούδι και το ποδόσφαιρο, αλλά και όσων κάνουν πράξη τη θεώρηση που
λέει ότι το νόημα της ζωής κρύβεται μερικές φορές πίσω από απλές μικρές
καθημερινές απολαύσεις, όπως μια παρέα φίλων γύρω από ένα τραπέζι με καλό
φαγητό και κρασί, που η σκοτοδίνη της κυνικής καθημερινότητας τις περισσότερες
φορές μας εμποδίζει να συναντήσουμε.
Παραχωρούμε
το λόγο στους φίλους του. Σε αυτούς που είχαν το προνόμιο να γνωρίσουν από
κοντά και να μοιραστούν με τον Πάνο χρόνο και συναισθήματα, τις Παρασκευές στην
ταβέρνα του Χαμηλού, στον Κολωνό και άμα τη απουσία του σκάρωσαν τους παρακάτω
στίχους, πάνω στο ρυθμό του γνωστού τραγουδιού του Γιάννη Παπαϊωάννου «Τον Χάρο
τον αντάμωσαν».
Ο
Χάρος σαν αντάμωσε τον Πάνο Γεραμάνη,
του
λέει: «Σε τοποθέτησα στην πτέρυγα Τσιτσάνη
αλλ’
άμα θέλεις διάλεξε Μουράτη στραβοκάνη
μια
κι είσαι γαύρος ζωντανός, καλό παιδί τζιμάνι».
«Άσε
ρε Χάρε να χαρώ τ’ αρχαίο τρίλημμά μου
να
‘χω κιλά για να μου λέν’ αφέντη κι άρχοντα μου
σαν
πίνω απ’ το καλό κρασί στα στέκια τα δικά μου
οπού
‘χει τις Παρασκευές συλλείτουργο η καρδιά μου.
Να
μη μετράς τις Κυριακές που βλέπω τους Ριβάλδους
ούτε
τα ψυχο-Σάββατα που κελαηδώ για βάρδους
τον
Στέλιο και τον Πρόδρομο για βάζελους και γαύρους
για
Πράσινους και Βένετους, για Κίτρινους και Μαύρους.
Δευτέρα
ως Πέμπτη μη γυρνάς σε λαϊκά σοκάκια
να
παίρνεις ταξικούς νεκρούς από τα Κολωνάκια
να
κάνεις ρεκτιφιέ χαφιέ και πάντα τον μαλάκα
για
το δρεπάνι που κρατάς να λες πως κάνεις πλάκα.
Αυτό
‘ναι το κοντράτο μας κακόχρονο που να ‘χεις
μέρα
Λαμπρής στην Πρέβεζα καριόλη να την πάθεις
μια
κι είσαι χώμα και νερό Πρωτομαγιά θα μάθεις
πως
ήμουν πάντα νικητής της ταξικής μου μάχης.*
Ένα απόσπασμα από τον επίλογο του Βασίλη Καρδάση στο βιβλίο του «ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ, Σε δρόμους λαϊκούς» (εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ, 2010):
"(…)
Ψηλός, ογκώδης, πλην όμως αεικίνητος, με αγαθά αισθήματα και περισσή
ανιδιοτέλεια. Γι’ αυτό και παρέμεινε πάντοτε αγαπητός και μοναδικός στους ανθρώπους
που τον γνώρισαν, είτε ήρθαν σε επαφή μαζί του. Προσηνής ακόμη και στους
αγνώστους που τον πλησίαζαν για να χαρούν μια χειραψία μαζί του, (φιλικός στο
έπακρο, σε βαθμό που έζησε τους χρόνους του χωρίς να κάνει εχθρούς, με αίσθηση
του χιούμορ, ίσαμε να προσφέρεται αφειδώς στα πειράγματα των συναδέλφων του,
περιζήτητος στις παρέες των απανταχού ξενύχτηδων, και γαλαντόμος απέναντι σε
όλους μέχρι εξαντλήσεως του μηνιαίου μισθού.
Άνθρωπος
του έξω ήταν ο Γεραμάνης. Μια απέραντη κοινωνική συναναστροφή, για τους πολλούς
φίλους, για τις παρέες, για τους συνεργάτες. Ένα συνεχές ρεπορτάζ που δεν τέλειωνε
ποτέ, να ερευνά, να παρατηρεί, να διερωτάται, να ψάχνει για ανθρώπους και
πράγματα. Το σπίτι ήταν η εστία του έρωτα και της αγάπης για τη Ναυσικά του.
Εκεί επέστρεφε πάντα, σαν τη μέλισσα που γυρίζει και γεύεται τους ανθούς για να
γυρίσει στην κυψέλη φορτωμένη πλούτο. Μόνο που ο πλούτος του Πάνου δεν ήταν
υλικός, δεν είχε σχέση με την προμήθεια του χρήματος. Ήταν πλούτος ψυχής, ευφορία
γνώσης, γενναιότητα καρδιάς. Ποτέ δεν υπήρξε δούλος των υλικών απολαύσεων, το
χρήμα ήταν γι’ αυτόν το ενδιάμεσο απαραίτητο για την ικανοποίηση των ελάχιστων
αναγκών. Το συχνότερο ήταν ο μισθός να γίνεται θυσία στον βωμό της ταβέρνας και
του κουτουκιού, σε άφθονα κεράσματα. Προς το τέλος του μήνα, το προσφιλές
ερώτημα στη Ναυσικά ήταν: «Ναυσικούλα, έχεις τίποτα στο πορτοφόλι σου;»(…)
Όσοι τον γνωρίσαμε από τα ερτζιανά ή τα γραφτά του στον τύπο θα θυμόμαστε έναν σοβαρό και μετρημένο στις εκφράσεις του, ευγενικό, καλοσυνάτο γίγαντα ―στο δέμας και τη γνώση― με καρδιά μικρού παιδιού. Ο Πάνος Γεραμάνης με το έργο που μεθοδικά δημιούργησε επί δεκαετίες, διαφυλάσσοντας και αναδεικνύοντας ένα τεράστιο κεφάλαιο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, έβαλε χωρίς να το ξέρει τη σφραγίδα του στην ταυτότητά μας. Το κενό της απουσίας του δεν αναπληρώνεται. Είθε το έργο του να βρει την θέση που του αξίζει και να γίνει κτήμα του λαού, για τον οποίο νοιαζόταν και υπήρχε ο Πάνος Γεραμάνης, σαν άξιο παιδί του.
*
Οι στίχοι και οι φωτογραφίες από το ίδιο βιβλίο.
Οικοδόμος 4-5-2015