Στις 17 του Δεκέμβρη συμπληρώθηκαν 72 χρόνια από τη γέννηση του
αλησμόνητου Πάνου Γεραμάνη. Ο Πάνος Γεραμάνης τίμησε την έντυπη
δημοσιογραφία, ήταν πούρος ραδιοφωνατζής, ένας άνθρωπος που τίμησε το
δώρο να γεννηθεί άνθρωπος και που απ’ όταν κατάλαβε τον εαυτό του δεν
έκανε τίποτ’ άλλο παρά να προσφέρει και να κάνει φίλους. Πολλούς φίλους,
το καταλάβαινε κι ο ίδιος, το ένιωθε κι ας μην πρόλαβε στα εξήντα
χρόνια που έζησε να τους γνωρίσει όλους.
«Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά…». Ο στίχος του Καββαδία μοιάζει σα να γράφτηκε
για τον Πάνο Γεραμάνη…
μα, κοίτα να δεις… Αυτά που γράφεις άρχισαν κιόλας να ξεφεύγουν από τα
«τυπικά» μιας «επετειακής ανάρτησης» και εισβάλλουν σε άλλα πεδία. Για
έναν άνθρωπο που δεν είχες την τύχη να γνωρίσεις, μα τον νιώθεις, δικό
σου. Κι ας μην τον πλησίασες όσο ζούσε, να του εκφράσεις αυτό που
νιώθεις, να του πεις ευχαριστώ· ας μην είχες την τύχη να κάτσεις δίπλα
του, μπροστά σ’ ένα από κείνα τα τραπέζια που συσπειρώνουν τις παρέες
και τις μετατρέπουν σε γροθιές από συναισθήματα.
Θα πει κάποιος, που δεν ξέρει και γι’ αυτό ίσως δεν μπορεί να
καταλάβει, ότι εδώ άρχισε να ξετυλίγεται μια αγιογραφία. Και θα ’χει
δίκιο, μα όχι όπως το έχει στο μυαλό του. Ο Γεραμάνης ήταν ένας «άγιος»
εν ζωή, που ρουφούσε μέχρι τελευταία σταγόνα την κάθε μέρα πριν περάσει,
με τα τρωτά και τα πάθη του, που τον ομόρφαιναν ακόμα περισσότερο, ο
«άγιος» του λαϊκού μας τραγουδιού.
Δεν διάβαζα ποτέ αθλητικές εφημερίδες κι απ’ τις πολιτικές όλα τα
χρόνια που θυμάμαι μόνο μια έμπαινε στο σπίτι. «Συναντηθήκαμε» μέσα απ’
το ραδιόφωνο. Ξεχώριζε η αργή, δωρική, βγαλμένη απ’ το βαρύ ηχείο του
κορμιού του φωνή, όταν προλόγιζε τις λαϊκές νότες που ξεπηδούσαν μέσα
από κείνο το πρωτόγνωρο εγχείρημα, που πλημμύρισε κάποτε με ενθουσιασμό
και όμορφα συναισθήματα χιλιάδες καρδιές, τον 902 Αριστερά στα FM. «Οι
άνθρωποι της νύχτας» γίνονταν περισσότεροι, κι όταν στη συνέχεια ο Πάνος
έδωσε «Το μικρόφωνο στο τραγούδι» άρχισαν να γίνονται και φίλοι κι οι
φίλοι να πληθαίνουν.
Η –κοινή– αγάπη για τον μέγιστο Καζαντζίδη και βέβαια για το λαϊκό
τραγούδι, αποτέλεσε τη συγκολλητική ουσία, από τότε, να προσπαθώ να τον
παρακολουθώ, διαβάζοντας πότε-πότε τα κείμενά του στα Νέα, είτε
ακούγοντας τις θρυλικές εκπομπές «Λαϊκοί Βάρδοι», στο Δεύτερο Πρόγραμμα,
όπου μετακόμισε στη συνέχεια, για να γράψει χρυσές σελίδες στην ιστορία
των ερτζιανών, και παρέμεινε μέχρι το τέλος.
Στον Πάνο Γεραμάνη οφείλουμε ότι δεν χάθηκε ένα σημαντικό κομμάτι του
λαϊκού μας πολιτισμού. Το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι όπως το γνωρίζουμε
σήμερα κι όπως ο Γεραμάνης μας παρέχει τη δυνατότητα να το γνωρίσουμε
καλύτερα και να το μελετήσουμε, αλλά και η λαμπρή διαδρομή εκατοντάδων
δημιουργών του, μουσικοσυνθετών, μουσικών, στιχουργών και
τραγουδιστών-τραγουδιστριών, χάρη στον Πάνο Γεραμάνη καταγράφηκε μέσα
κυρίως από την εκπομπή «Λαϊκοί Βάρδοι», αλλά όχι μόνο. Όλοι οι παραπάνω
έχουν μιλήσει και συνεχίζουν να μιλάνε, με σεβασμό και αγάπη για κείνο
το ψηλό ντροπαλό αλλά πεισματάρικο και δεκτικό σα σφουγγάρι νεαρό
παλικαράκι με το μπλοκάκι και το στυλό στα χέρια, που απ’ όταν τους
πλησίασε, δεν τους πρόδωσε ποτέ.
Το μικρόβιο του ερευνητή που κουβάλησε στην πρωτεύουσα απ’ τη
γενέτειρά του, το Βασιλικό Χαλκίδας, ο Πάνος Γεραμάνης, με τα χρόνια
αντί να εξασθενεί φούντωνε δημιουργικά μέσα του. Με αποτέλεσμα μετά από
μισό σχεδόν αιώνα επαγγελματικής ενασχόλησης να έχει συγκεντρωθεί, με
την ακάματη προσπάθεια και επιμέλειά του, ένα τεράστιο αρχείο γραπτού
και ηχογραφημένου λόγου, φωτογραφίες, δίσκοι κλπ, που αποτελεί πολύτιμη
παρακαταθήκη για τις γενιές που το κληρονομούν.
Επαγγελματικής;… Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, εκτός ίσως από
τους λίγους πολύ κοντινούς του, ποιο απ’ όλα, το μεράκι, η
μεθοδικότητα, η επαγγελματική «διαστροφή», η συνέπεια, η μελέτη, η
γνώση, η έρευνα, κυριαρχούσε στο χαρακτήρα του, για να υπάρξει αυτό το
αποτέλεσμα. Όλα από εκεί ξεκινούν και καταλήγουν, στο χαρακτήρα. Από τα
παραπάνω λείπει επίτηδες η αγάπη, διότι πιστεύω ότι ήταν αυτό που
σκέπαζε στοργικά όλα τ’ άλλα. Ο Πάνος Γεραμάνης ήταν αγάπη «απ’ την
κορφή ως τα νύχια», για τη δουλειά του, για τους ανθρώπους, για τη ζωή
και στις πιο απλές καθημερινές εκφράσεις της. Υπό αυτή την έννοια μπορεί
να ειπωθεί ότι υπήρξε άνθρωπος τυχερός. Βιοπορίστηκε με αυτά που
αγαπούσε να κάνει και λόγω της ιδιαίτερης σχέσης του μαζί τους τα πήγε
βήματα μπροστά και τα ανέδειξε σε ψηλό βάθρο. Η αγάπη ήταν που μπόλιασε
τη δική του αλήθεια στις καρδιές και τις συνειδήσεις χιλιάδων απλών,
λαϊκών σαν τον Πάνο, ανθρώπων που μέσω του ραδιοφώνου τον έβαλαν στα
σπίτια τους και δεν του άνοιξαν την πόρτα να βγει, ούτε όταν ένα πρωί ο
Πάνος «έφυγε» για πάντα.
Ο Γεραμάνης ενώ μπορούσε ν’ αποχτήσει πολλά, δεν ήξερε τι θα πει
«δικό μου». Είχε συνειδητοποιήσει από νωρίς ότι η ευτυχία δεν κρύβεται
πίσω από τα υλικά αγαθά, την άκρατη κατανάλωση. Την ευτυχία την
αναζητούσε, και την έβρισκε, πίσω από τα εκθαμβωτικά φώτα και τις
γυαλιστερές ρεκλάμες της επίδειξης και του φτηνού εντυπωσιασμού, στην
ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους που λάτρευε και στους αιώνιους
δεσμούς της ανθρωπιάς, της άδολης προσφοράς και της αλληλεγγύης που
χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, που μπορεί να μοιάζουν στις μέρες μας
χαλαροί, μα ποτέ δεν εξέλιπαν. Τον χαρακτήριζαν η σεμνότητα και η
δοτικότητα, στο πέρασμά του δίδασκε και ποιούσε ήθος, ακολουθώντας την
πάντα ανήσυχη αλλά «χαμηλή φωνή» της ασυμβίβαστης με το άδικο συνείδησής
του, που δεν έχει ανάγκη από συνθήματα και κραυγές, που σε κάνουν να
ξεχωρίζεις όσο η στιγμιαία λάμψη ενός αστεριού που πέφτει. Ο Πάνος
Γεραμάνης είναι ένα αστέρι φωτεινό που η λάμψη του δε σβήνει.
***
Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στη θρυλική εκπομπή του Πάνου
Γεραμάνη «Λαϊκοί Βάρδοι» και είναι παρμένο απ’ το εξαιρετικό βιβλίο του
Βασίλη Καρδάση «Πάνος Γεραμάνης, Σε δρόμους λαϊκούς» (εκδ. Άγκυρα, Αθήνα
2010), που πρέπει να διαβάσετε.
«103,7
fm, ακούτε πάντα το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, Πάνος
Γεραμάνης με “Λαϊκούς Βάρδους”, τεχνικός συνεργάτης σήμερα ο…»
(…)Η μεγάλη συνεισφορά του Πάνου Γεραμάνη στο λαϊκό τραγούδι
συνδέθηκε με τη μετάδοση της εκπομπής «Λαϊκοί Βάρδοι», στο Β΄ Πρόγραμμα
της Κρατικής Ραδιοφωνίας. Από τις 19 Μαρτίου 1990, 4 με 5 το απόγευμα,
τρεις ημέρες την εβδομάδα, και μετά το 1993, με απόφαση του διευθυντή
της ΕΡΑ Άκη Κοσώνα ημερησίως, Δευτέρα έως Παρασκευή, η βελόνα των
ραδιοφώνων ήταν προκλητικά αμετακίνητη στους δέκτες πολλών σπιτιών. Η
πρόταση του Γιώργου Τσαγκάρη από τη Διεύθυνση της Ραδιοφωνίας, ήταν πολύ
συγκεκριμένη: δέκα εκπομπές για τον Καζαντζίδη και άλλες τόσες για τον
Μπιθικώτση. Όλα ξεκίνησαν συνεπώς με τις δέκα συνεχόμενες εκπομπές, στις
οποίες ο Πάνος πήρε μακρά συνέντευξη από τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Αναμνήσεις, αναφορές στο χτες, πληροφορίες για τη ζωή του και πολλά
αγαπημένα τραγούδια. Και αμέσως μετά ο άλλος μεγάλος ερμηνευτής του
τραγουδιού, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, σε άλλες δέκα εκπομπές.
Η ανταπόκριση των ακροατών ήταν κυριολεκτικά απίστευτη. Η κρατική ΕΡΤ
έτριβε τα χέρια της από ικανοποίηση, οι «Λαϊκοί Βάρδοι» άγγιξαν
εντυπωσιακά νούμερα ακροαματικότητας, πρωτόγνωρα για τα δεδομένα του
κρατικού ραδιόφωνου. Ήταν η εποχή που στα ερτζιανά βασίλευε το χάος των
ιδιωτικών σταθμών με τις απίθανες εκπομπές των φλύαρων εκφωνητών και των
ακατάσχετων λόγων, με τους ανούσιους όσο και εκφυλισμένους μονολόγους.
Τότε που το λαϊκό τραγούδι είχε παραμεριστεί, όπως και το δημοτικό. Τότε
που οι μουσικοί παραγωγοί του ραδιοφώνου εντέχνως απέκλεισαν τους
παλιούς λαϊκούς δημιουργούς, για να προωθήσουν με μονότονο τρόπο το
επονομαζόμενο έντεχνο τραγούδι.
Την 1η Απριλίου 2004, με την ευκαιρία της βράβευσης του Πάνου από την
ΕΡΤ για τα 15 χρόνια της εκπομπής, ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε την
ακριβέστερη ίσως αποτίμηση της προσφοράς του: «Ο Πάνος Γεραμάνης πρέπει
να χαίρεται γιατί με την πένα και τον λόγο του συνέβαλε στη διάδοση και
κατανόηση ενός είδους μουσικής, που την είχαν καταδικάσει στο
περιθώριο». Να προσθέσουμε τη γνώμη του σπουδαίου Γιάννη Σταματίου, του
σολίστα του μπουζουκιού, που έχει συμμετάσχει σε πολλές σημαντικές
εκτελέσεις λαϊκών τραγουδιών: «Ο Πάνος κατόρθωσε και έβγαλε όλη την
παλιά φρουρά του λαϊκού τραγουδιού από την αφάνεια στην επιφάνεια. Την
ξαναθύμισε στον κόσμο και της έδωσε ξανά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που
κάποτε είχε. Χωρίς αυτόν, δυστυχώς, κανένας δεν θα θυμόταν αυτούς που
γέννησαν και στήριξαν το λαϊκό τραγούδι».
Πράγματι, ουσιαστικά ο Πάνος ανέσυρε από τη λήθη τη χρυσή εποχή του
λαϊκού τραγουδιού, επανέφερε στο προσκήνιο τους θρύλους της λαϊκής
μουσικής, στιχουργούς, συνθέτες, ερμηνευτές και οργανοπαίκτες, ξεσκόνισε
παλιούς δίσκους 78 και 45 στροφών, αναζωογόνησε την «εν υπνώσει» μνήμη
μας, ανατροφοδότησε τις αισθήσεις μας, πλούτισε τα αισθήματα μας.
Με κατάλληλη προετοιμασία που βασιζόταν στην προσωπική έρευνα, αλλά
και με όπλο την αστείρευτη μνήμη του, ο Πάνος «έντυνε» τις εκπομπές για
να τιμήσει τους φιλοξενούμενούς του και να προσελκύσει το ενδιαφέρον του
κοινού. Επιστράτευε φίλους και συλλέκτες που διέθεταν ξεχασμένα 45άρια
σε παλιά μπαούλα και σκονισμένα ντουλάπια. Τηλεφωνούσε, ρωτούσε για
κάποιο τραγούδι, για την παραγωγή ενός δίσκου, να μάθει και την πιο
μικρή λεπτομέρεια της ζωής ενός καλλιτέχνη. Του έγινε πάθος η διάσωση
ενός ανεκτίμητου υλικού. Πολλαπλασίασε τις επισκέψεις του στο
Μοναστηράκι και σε άλλες περιοχές, για να βρει δίσκους 78 και 45
στροφών. Σημαντικές ήταν οι πληροφορίες που εκμαίευε συχνά από τον φίλο
του Στέλιο Πλακίτση. Έφτασε να ταξιδεύει με τη Ναυσικά στη Θεσσαλονίκη
και τη Δράμα, για να εξασφαλίσει -πληρώνοντας ακριβά, μάλιστα- μικρούς
δίσκους με αξέχαστες επιτυχίες.
Δεν περιοριζόταν από χρόνο και κόπο, όταν με πάθος έψαχνε να βρει, να
ανασύρει. Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, καθώς πλησίαζε η αλλαγή του
χρόνου, ο Πάνος και η Ναυσικά, μέσα στις σκονισμένες κούτες, ένιωθαν
ευτυχισμένοι. Ο μαγαζάτορας τους εκλιπαρούσε να σταματήσουν, να κλείσει,
να πάει στην οικογένεια του.
Ο Πάνος γοητεύεται από την επιτυχία των «Λαϊκών Βάρδων», νιώθει ότι
συνεισφέρει στο πλατύ κοινό για ένα φαινόμενο που από παιδί λάτρευε
-χαίρεται και το δείχνει. Ξεπερνάει την κόπωση, δεν τον καταβάλλει ο
αγώνας για να ερευνήσει, να ανακαλύψει, να μάθει. Δεν τον αλλάζει η
πρωτόγνωρη επιτυχία, είναι πάντοτε φιλικός με τον κόσμο, συναινετικός με
τους καλλιτέχνες, διαλογικός στη συνέντευξη, δημοκρατικός στην
παρουσίαση των ανθρώπων, και διαθέτει έναν βαθύτατο σεβασμό προς όλους.
Άμεση συνέπεια της εκπομπής, ήταν να γίνει ευρύτερα γνωστός στο
πανελλήνιο -εξ ου και τα άπειρα περιστατικά που συμβαίνουν καθημερινά
στη ζωή του, τον συγκινούν, τον ξαφνιάζουν, τον ευαισθητοποιούν, αλλά
και τον μελαγχολούν πολλές φορές.
Η δημοσιότητα δεν ανήκε ποτέ στις επιδιώξεις του. Η οικογένεια στον
Μπράλο της Φθιώτιδας που τον αναγνωρίζει από τη φωνή όταν πίνει νερό
στην πηγή, ο αστυνομικός της Λευκάδας, φανατικός ακροατής, που
συγκινείται από τη γνωριμία τους και προσφέρει φιλοξενία, ο άγνωστος που
χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού και ζητάει επιμόνως να τον γνωρίσει,
κάμποσοι ακόμη που του στέλνουν στίχους τους να τους αξιοποιήσει, και
άλλοι πολλοί. Και να τα πεσκέσια, ελιές, κρασί, λάδι, κρέατα, αυγά, όλα
τα καλά του κόσμου τούτου άρχισαν να καταφθάνουν στο σπίτι του Πάνου,
έτσι, ως αντίδωρο των αναγνωστών για την ικανοποίηση που τους παρείχε
μέσα από τις εκπομπές του. Τα μοίραζε αμέσως, οι επισκέπτες έφευγαν από
το σπίτι συνήθως φορτωμένοι με τα σχετικά δώρα. Ακόμη καλύτερα ένιωθε
όταν οι ακροατές τού έδιναν πληροφορίες, του έστελναν κάποιο σπάνιο
45άρι, να παίξει στην εκπομπή. Ήταν πολλές αυτές οι περιπτώσεις, καθότι
αρκετοί διέθεταν καλή δισκοθήκη και ήταν πρόθυμοι να συνδράμουν το έργο
του Πάνου. Έτσι, ο κύκλος των φίλων του επεκτάθηκε πλέον σε πρωτοφανή
επίπεδα. Μεγάλωσαν, εννοείται, και οι παρέες του κρασιού και του μεζέ,
πολλαπλασιάστηκαν τα γλέντια στις ταβέρνες.
Η εκπομπή έγινε το καθημερινό καταφύγιο εκατομμυρίων ακροατών,
μουσική όαση, παρηγοριά στις δύσκολες ώρες, ευδαιμονία στη διασκέδαση.
Λειτούργησε ως σχολή μαθητείας για ρυθμούς και δρόμους της μουσικής, ως
πηγή πληροφοριών για ορχήστρες, λαϊκά κέντρα, συνεργασίες καλλιτεχνών,
ως πομπός γνώσης για νοοτροπίες, ήθη και συνήθειες ενός κόσμου που
συνέδεσε την ύπαρξή του με το μεγαλείο του λαϊκού τραγουδιού, στις
δεκαετίες του 1950 και 1960. Γιατί οι προσκεκλημένοι δεν περιορίζονταν
στον κόσμο των δημιουργών. Εκτός από ερμηνευτές, συνθέτες, στιχουργούς
και οργανοπαίκτες, θαμώνες και σερβιτόροι των κέντρων, φωτογράφοι και
ρεπόρτερς, συλλέκτες δίσκων, όσοι είχαν να αφηγηθούν γεγονότα και
περιστατικά από την πορεία του λαϊκού τραγουδιού, παρέλασαν από τους
«Λαϊκούς Βάρδους». Ακόμη έγιναν αφιερώματα για δημιουργούς που είχαν
φύγει από τη ζωή.
Ένας ολόκληρος κόσμος τέθηκε σε εγρήγορση. Ο Πάνος έγινε σημείο
αναφοράς για τους λάτρεις της λαϊκής μουσικής, απέκτησε φίλους σε όλη
την Ελλάδα και σε όλες τις περιοχές της γης που ζει ο ξενιτεμένος
Ελληνισμός. «Εσύ βάζε τα τραγούδια σου, σήκωνε το αεράκι και άσε τον
καθένα να ανοίξει τα πανιά του καταπώς γουστάρει το τραγούδι», τον
συμβούλευε ο φίλος του, ο ζωγράφος Τάκης Τζίφας, ο Τακατζίφας του
Τσιτσάνη. Αυτή ακριβώς η φράση αντιπροσωπεύει περισσότερο απ’
οποιαδήποτε άλλη την ουσία της εκπομπής, αυτό που πέτυχε ο Πάνος στον
ψυχισμό των ανθρώπων που τον άκουγαν. Γι’ αυτούς, εξάλλου, δεν είχαν
γραφτεί τα εκατοντάδες λαϊκά τραγούδια; αυτοί δεν τα είχαν ανάγκη; Το
αεράκι σήκωνε ο ίδιος και οι δεκάδες χιλιάδες ακροατές ταξίδευαν μόνοι
τους.
Όπως λέει ο μαθηματικός, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου
Γιάννης Κοντογιάννης: «Ο Γεραμάνης δεν “ασχολήθηκε” με το τραγούδι. Το
έζησε. Γι’ αυτό και η δύναμή του και η σημασία της εκπομπής του δεν ήταν
τα ωραία τραγούδια που έπαιζε, αλλά το γεγονός, πως, με το να τα
επιλέγει, στέγαζε και δικαίωνε καθημερινά τις πονεμένες μας ψυχές». Ο
κόσμος επικοινωνούσε καθημερινά μαζί του, ρωτώντας για αγαπημένους
τραγουδιστές, για εκτελέσεις τραγουδιών, για παραγωγές δίσκων. Μέσω της
εκπομπής οι αποστάσεις μειώθηκαν, οι φιλίες αποκαταστάθηκαν, νέες
γνωριμίες αναπτύχθηκαν, οι παλαιές όσο και πολύτιμες αξίες μιας
περασμένης εποχής επανήλθαν στο προσκήνιο.
Για να ικανοποιήσει την επιθυμία των φανατικών ακροατών του να
επικοινωνήσουν μαζί του, αλλά και για να ενισχύσει την προσπάθεια
τεκμηρίωσης της έρευνάς του για τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού, στην
αρχή μία φορά κάθε μήνα, μετέπειτα κάδε Παρασκευή, ο Πάνος μιλούσε
ζωντανά με δεκάδες ανθρώπους που είχαν παλιούς δίσκους, που λάτρευαν τα
λαϊκά, που είχαν γλεντήσει σε αγαπημένα κέντρα του παρελθόντος, που
είχαν δουλέψει σε ορχήστρες. Και με άλλους που είχαν ξενιτευτεί, που
ταξίδευαν στις θάλασσες πάνω στα γκαζάδικα, που μετέδιδαν τις αναμνήσεις
της περασμένης ζωής τους.
Απευθυνόταν στον κόσμο με την αργή, χαρακτηριστική φωνή του, με ήρεμο
τόνο στον λόγο του, με προσεκτική διατύπωση, με ικανή διαχείριση της
προφορικής έκφρασης, με τονισμό των λέξεων που ήθελε να υπογραμμίσει, με
χρωματισμό των φράσεων όταν ένιωθε ότι έλεγε κάτι αξιοπρόσεκτο, αλλά
και με ταπεινότητα, με σεβασμό προς τους πρωταγωνιστές-δημιουργούς του
λαϊκού τραγουδιού. Οι προσφωνήσεις του στην έναρξη της εκπομπής έδιναν
ηχηρά το στίγμα του προσώπου που θα παρουσιαζόταν. Ο Νίκος Μεϊμάρης, «ο
συνθέτης των Γλάρων», ο Βασίλης Καραπατάκης, «ο αφανής εργάτης του
λαϊκού τραγουδιού», ο Ιορδάνης Τσομίδης, «ο βαρύς ήχος του τρίχορδου», ο
Κώστας Σταματάκης, «ο λαϊκός οργανοπαίκτης που βλέπει τον κόσμο με τα
μάτια της ψυχής». Οι συνεντεύξεις του αποπνέουν πολιτισμό. Επειδή η
βαθιά γνώση του αντικειμένου δεν τον έκανε αλαζόνα, η προβολή των
απόψεών του δεν αναίρεσε την ευπρέπεια, η φιλία με τους καλλιτέχνες δεν
ξεπέρασε ποτέ τα όρια της επιβαλλόμενης διακριτικότητας, ακόμη και όταν η
συζήτηση αφορούσε στις προσωπικές στιγμές των δημιουργών.
Ο Πάνος γνώριζε από πρώτο χέρι την εξέλιξη προσώπων και πραγμάτων.
Πολλές φορές, μάλιστα, δημιουργούσε την εντύπωση ότι κατείχε περισσότερα
απ’ όσα οι ίδιοι οι δημιουργοί είχαν πλέον στη μνήμη τους. «Ήξερε τη
ζωή μου καλύτερα από μένα», γράφει παραστατικά σε κάποιο αφιέρωμα στη
μνήμη του Πάνου, ο Γιάννης Σταματίου, ο περίφημος «Σπόρος», ο
δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Ένα ξεχασμένο περιστατικό, μια άγνωστη
περιπέτεια, μια αδημοσίευτη εμπειρία, ένα ανέκδοτο γεγονός ανασύρονταν,
πάντα διακριτικά, για να εμπλουτίσουν την προσωπικότητα του καλλιτέχνη. Ο
Γεραμάνης ανέδειξε με περισσή ευλάβεια την πορεία αυτών των κορυφαίων
μορφών του ελληνικού τραγουδιού από την αφάνεια στην αποθέωση. Χωρίς
ίχνος ευτέλειας μίλησε με άνεση για τον εργάτη υφαντουργείου Στέλιο
Καζαντζίδη, για τον υδραυλικό Μπιθικώτση, για τον ψαρά Γαβαλά, για τη
μοδίστρα Χρυσάφη, για την εργάτρια Λύδια, για τον κουρέα Ζαμπέτα, για
τον μπογιατζή Πουλόπουλο, για την κορδελιάστρα Μοσχολιού και για πολλούς
άλλους ακόμη.
Ακριβώς επειδή ο Πάνος είχε βιώσει εκ του πλησίον αυτόν τον κόσμο της
καθημερινής βιοπάλης, είχε την ευχέρεια να αναφερθεί στην αφετηρία μιας
καριέρας, δηλαδή στο πέρασμα από την ανωνυμία στην αναγνώριση του
κοινού, στη μετάβαση από τη λαϊκή γειτονιά στα προάστια της εύπορης
τάξης – ένα ζήτημα, άλλωστε, που ανέκαθεν προκαλούσε το ενδιαφέρον
αναγνωστών και ακροατών. Επιλεγμένα προσέγγισε τη διαδρομή των λαϊκών
δημιουργών, επειδή ο ίδιος θεωρούσε πως η βιοπάλη ήταν τίτλος τιμής,
συνιστούσε ηθική αξία. Αρνήθηκε έντονα την τάση ορισμένων καλλιτεχνών να
ωραιοποιήσουν το παρελθόν, να εξοβελίσουν τη λαϊκή τους καταγωγή.
(…)Για να γίνουν όλα αυτά πράξη, ο Γεραμάνης επέδειξε μια απίστευτη
κινητικότητα. Απανωτές επισκέψεις στα φτωχόσπιτα παλιών ρεμπέτηδων,
συνομιλίες για άγνωστες λεπτομέρειες ενός ένδοξου παρελθόντος, το οποίο
φρόντιζε να αναδείξει με τον δέοντα σεβασμό μέσα από την εκπομπή του
ραδιοφώνου. Επανειλημμένες συναντήσεις με σπουδαίους ερμηνευτές, με
δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, για να συζητηθούν άγνωστες εκδόσεις δίσκων.