Η μούσα της ζωής
1. Η πιο δύσκολη ώρα στο νοσοκομείο είναι τα μεσάνυχτα. Οργιάζει τότε ο μυθοπλάστης νους. Καλπάζουν οι σκέψεις ανεξέλεγκτες. Προσώρας δεν σου ανήκει η ζωή, πρέπει να παλέψεις γι' αυτήν. Καταλαβαίνεις ότι έκανες λάθος να τα θεωρείς όλα δεδομένα. Εκείνη τη νύχτα στο θάλαμο ήμουν μαζί με έναν ηλικιωμένο, που τον φρόντιζε η γυναίκα του, η γλυκύτατη κυρία Ελένη. Τις σκέψεις μου διέκοψε η είσοδος ενός νέου ασθενή, γύρω στα 70, που βρισκόταν σε κώμα. «Δεν θ' αργήσει να καταλήξει», ψιθύρισε ο νοσοκόμος. Η σιωπή της νύχτας κάλυπτε όλο το νοσοκομείο. Και τότε ο άρτι αφιχθείς ξύπνησε από το κώμα και τινάχτηκε φωνάζοντας: «Μάνα! Πού είσαι, μάνα; Θέλω τη μάνα μου». Χωρίς να το σκεφτεί, η σύζυγος του τρίτου συγκατοίκου μας, η κυρία Ελένη, πλησίασε τον ασθενή, τον άρπαξε από τους ώμους, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Εδώ είμαι, γιε μου, δεν με βλέπεις;». Εκείνος τραβήχτηκε πίσω έκπληκτος και αμέσως την αγκάλιασε. «Μάνα μου, καλώς ήρθες! Νόμιζα πως με ξέχασες!». «Το παιδί μου να ξεχάσω;», απάντησε η κυρία Ελένη και άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά μέχρι εκείνος να βυθιστεί στον ύπνο και ήσυχος πια να περάσει το πρωί στην άλλη όχθη... Αχ, κυρία Ελένη, εσύ γνωρίζεις τι είναι ο παράδεισος και πώς να δίνεις. Κι αυτό είναι το ζητούμενο τούτης της έρημης και απελπιστικά μικρής ζωής.
2. Και η άλλη όψη της γειτνίασης: Από τον «άγιο» Θάνο Κωνσταντινίδη, ιατρό ψυχής, που υπήρξε προστάτης πολλών μεγάλων καλλιτεχνών (του Μίλτου Σαχτούρη, του Νίκου Καρούζου, του Νίκου Μπουζιάνη...) άκουσα το εξής περιστατικό: Ο ζωγράφος Νίκος Μπουζιάνης είχε αγοράσει ένα σπιτάκι στον Βύρωνα με ένα ψηλό δέντρο στην αυλή του. Το δέντρο αυτό ήταν η μεγάλη του αγάπη και χαρά. Μια φορά ο Θάνος Κωνσταντινίδης ζήτησε από τον ζωγράφο να πάνε για τρεις μέρες στους Δελφούς. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, ο ζωγράφος αντίκρισε μια θλιβερή εικόνα. Οι γείτονές του είχαν βρει την ευκαιρία να κόψουν το ψηλό δέντρο που θεωρούσαν πως τους ενοχλούσε!
3. Η φωνή του Καζαντζίδη εξέφρασε και εξακολουθεί να εκφράζει τους μη έχοντες και τα πάντα κατέχοντες. Η βαθιά φωνή του άγγιξε τον κόσμο εύκολα και άμεσα, χωρίς να έχει ανάγκη κανένα δεκανίκι. Πάντα λυπημένη, συνόδευε τους νταλκάδες μας χωρίς να αποκρύπτει τίποτα. Επαιζε στα ίσα με την απελπισία που ολοένα και μας κατοικεί. Ενώ όλα ήταν περίπλοκα μέσα του, ο ίδιος εκφραζόταν εξαιρετικά απλά, υπηρετώντας μόνο τη φωνή του, η οποία έμεινε συντροφιά στους Ελληνες σε όλες τις άκρες της Γης. Ο Στέλιος ήταν πάντα σε κατάσταση μόνιμης αγωνίας. Συχνά εξαφανιζόταν. Σίγουρα υπέβαλλε τον εαυτό του σε μια ψυχική δοκιμασία η οποία είναι γνώριμη σε πολλούς δημιουργούς. Η φυγή τού έγινε μόνιμη ιδέα και δεν άργησε να πάρει τη μορφή πεπρωμένου. Ισως έτσι αισθανόταν ολόκληρος, απελευθερωμένος από το φορτίο της ζωής (που το κουβαλούσε μέχρι το τέλος). Ισως, πάλι, επιθυμούσε έτσι να προστατέψει τη φωνή του, να την οχυρώσει. Θεωρώ ότι ήταν ολόκληρος μια αντίφαση, ευλογημένη για εμάς, αλλά πηγή μεγάλης λύπης για εκείνον.
4. Ο νους μου απόψε πέταξε στους ποιητές που άφησαν την τελευταία τους πνοή έγκλειστοι στο Δρομοκαΐτειο: Γεώργιος Βιζυηνός, Μήτσος Παπανικολάου και Ρώμος Φιλύρας. Διαλέγω το ποίημα του Βιζυηνού «Το όνειρον»: «Εψές είδα στον ύπνο μου / ένα βαθύ ποτάμι / - Θεός να μην το κάμει / να γίνει αληθινό! / Στην όχθη του στεκόντανε / γνωστό μου παλικάρι, / χλωμό σαν το φεγγάρι, / σαν νύχτα σιγανό. / Αγέρας το παράσπρωχνε/ με δύναμη μεγάλη, / σαν να 'θε να το βγάλει / απ' της ζωής τη μέση. / Και το νερό π' αχόρταγα / τα πόδια του φιλούσε, / θαρρείς το προσκαλούσε / στ' αγκάλια του να πέσει. / - Δεν είν' αγέρας, σκέφθηκα, / και σένα που σε δέρνει. / Η απελπισιά σε παίρνει / κι η απονιά του κόσμου! / Κι εχύθηκ' απ' το θάνατο / τον δύστυχο ν' αρπάξω... / Ωιμέ: πριν ή προφθάξω / εχάθηκ' απ' εμπρός μου! / Στα ρέματα παράσκυψα, / να τονε βρω γυρεύω. / Στα ρέματ' αγναντέω / το λείψανό μ' αχνό!... / Εψές είδα στον ύπνο μου / ένα βαθύ ποτάμι / - Θεός να μην το κάμει / να γίνει αληθινό!».
Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 12-5-2018