Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Τα συστήματα και τα «συστημικά κόμματα»

Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος

«Να σέβεσαι τους ανώτερους και να μην υποτιμάς  ποτέ τους κατώτερους. Περισσότερο να μην τα τροχίζεις όλα, όπως εσύ τα νομίζεις». Μού το πρωτοδίδαξε ο παππούς μου, που κάτι ήξερε παραπάνω. Και στα καπάκια οι συμβουλές της γιαγιάς: «Να είσαι γνωστικό παιδί, με ήθος. Να φιλάς το χέρ’ τ’ παπά». Προσπάθησα να τα εφαρμόσω. Το είπε ο παππούς. Κάτι παραπάνω -οπωσδήποτε- θα ήξερε. Η γιαγιά όλο ορμήνιες ήταν, οπότε άστην, ας λέει…
  Μετά πήραν τα μυαλά μου αέρα, αντάρτεψα και έλεγα «πως δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι. Όλοι είμαστε ίσοι». «Όλα τα δάχτυλα, μωρέ αλειτούργο,  δεν είναι ίσα»,  επέμενε ο παππούς. Ήθελε μεγάλη σκέψη να καταλάβω πως δεν είμαστε ίδιοι∙ είμαστε διαφορετικοί. Αλλά ποτέ δεν μπορούμε να γίνουμε ίσοι κι ας έχουμε τα ίδια δικαιώματα. Ο καθένας μας έχει τις δικές του ιδιαίτερες ικανότητες, δεξιότητες, προσδοκίες, αρπάζει ή γυρνάει την πλάτη σε κάθε είδους ευκαιρίες… Βέβαια συμβάλλουν, παίζουν μεγάλο ρόλο το ταλέντο, η μόρφωση, η διαρκής κατάρτιση, η εργατικότητα, το πείσμα, η επιμονή, η στοχοπροσήλωση. Η ψυχολογική επιβάρυνση  απ’  την παιδική ηλικία. Μα πιο πολύ απ’ όλα η τύχη -αυτή η συμπαγής χαοτική οργάνωση, η απόλυτη η συμπαντική συνομωσία, που τα καθορίζει  όλα στη ζωή.
Έτσι μπέρδεψα το «ίδιοι» και το «ίσοι». Ποτέ δεν πίστεψα ότι το κονέ ( αγγλική connection ή γαλλική connaissance) ή κατά τη Τζουμερκιώτικη λαλιά το βυζί. («Πω, πω, πώς τα κατάφερε και πήρε τέτοια θέση. Τι βυζί είναι αυτό που έχ’. Οχτάβυζη αγελάδα είχε». Κι αυτό αφορούσε από διορισμό, από παντρειά και από επαγγελματική θέση. )
Και συνέχισα να είμαι μπερδεμένος, αλλά συνέχισα να σέβομαι και να μην υποτιμώ αυτούς που παρεξηγημένα ο παππούς μου αποκαλούσε «κατώτερους». Σε τι; «Των περιστάσεων», ελπίζω να εννοούσε… Έμαθα να μην υποτιμώ κανέναν. Αυτό μού το δίδαξε και η ζωή. Ο καθένας, η καθεμιά είναι μια περιπτωσάρα ανεπανάληπτη, μοναδική. Κι αν τους υποτιμήσεις, χωρίς να το καταλάβεις κάποια στιγμή μαζεύονται όλοι μαζί για την ανατροπή. Ποτέ μου δεν ξεχώρισα έναν «διανοούμενο» από έναν χειρώνακτα, ένα τεχνίτη από κάποιον που έμαθε την τέχνη να μανιπουλάρει, ν’ απολαμβάνει και να γλεντάει τη ζωή… Θα μου πεις, «εσύ ο ..κατσιαπλιάς -εγωιστής» μπορεί να θεωρείς κάποιον ανώτερο, για να τον σεβαστείς; Άλλο πιο ικανός, καλύτερος σε κάτι τι, κι άλλο ανώτερος× αυτή είναι μια ιεραρχική προσέγγιση εξουσιαστική.  Άλλο συνάνθρωπος κι άλλο «πετυχημένος». Ο «πετυχημένος» μπορεί να κουβαλάει το άγχος της κοινωνικής καταξίωσης, να βιώνει την υπαρξιακή μοναξιά, να στέκεται απόμερα και να «μην καλημέρισε» άνθρωπο στη ζωή του.
Εσχάτως να θυμήθηκε και τα κοινά! Τα κοινά όμως δεν τον περίμεναν κι ούτε είχαν ανάγκη από την ατομικότητά του… Ενίοτε τα κοινά να του τα θύμισαν, γνωριμίες, πεθεροί, χρηματοδότες και  «λαγοί»… Και να άρχισε έτσι το χτίσιμο και το μοστράρισμα.  Να βγούμε στο γυαλί, να «αρθρογραφήσουμε», «να αφορίσουμε», -ανθρώπους και κόμματα- να «παπαριαστούμε» και να «παπαριάσουμε» κάθε γλωσσικό και ιδεολογικό στοιχείο με τις παπαρδέλες μας.  Και να δώσουμε συμβουλές. Τρομάρα τους! Τρομάρα τους, γιατί είναι βαθιά, πολύ βαθιά νυχτωμένοι, θεωρώντας  ότι η πολιτική είναι καραμέλα να τη γλύφουν -ένθεν κακείθεν-  και να αναματσλιάν τα χιλιοειπωμένα στοκοειδή λεκτικά βοθρολύματα.
Τα συστήματα μπορεί να τα υπηρετούν με οποιοδήποτε τρόπο. Πρόβλημά τους. Τους αφορισμούς για «συστημικά» κόμματα, ας τους αφήσουν «στην πάντα…». Έχουν δουλειά. Ας μάθουν πρώτα δυο γκλίτσες γράμματα, να μπορούν να χρησιμοποιούν σωστά και να συνταιριάζουν γλώσσα και σκέψη, γιατί «με πορδές δεν βάφονται αβγά».
Εκτός και αν υπηρετούν, όσα προφητικά έγραψε ο Καβάφης:  
Aλλά, {…), τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Το ερώτημα είναι διαρκές και βασανιστικό.

                «Πότε θα ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
                Πότε θα έρθουν καινούργιοι άνθρωποι,
                να συνοδεύσουνε τη βλακεία
                στην τελευταία της κατοικία;»
                                                                         Γεώργιος Σεφέρης