Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

ΗΡΩΊΔΕΣ

Από το αρχείο του Χρίστου Τούμπουρου
«Ποιος ήλιος λαμπερότατος σου 'δωσε την ανθάδα,/ Και ποια μηλιά, γλυκομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα»

Σε είδα, σε βλέπω Γυναίκα Τζουμερκιώτισσα, σ' έχω καθημερινά κοντά μου. Είσαι κοντά μας. Σε είδα και σε βλέπω ντυμένη και στολισμένη να φεγγοβολά το πρόσωπό σου αισιοδοξία και προκοπή. Σε είδα φορτωμένη να γυρνάς από το λόγγο και από πίσω να ακολουθούν υπάκουα τα ζωντανά σου. Σε είδα κρεμασμένη στα καταράχια ν' ανεβαίνεις αγόγγυστα, για να ανάψεις το καντήλι στο εικονοστάσι. Εκεί, έκλαψες, αλλά και τίμησες τους ανώνυμους, άγιους Ηπειρώτες μαχητές - υπερασπιστές της ελευθερίας της Ελλάδας. Σε είδα, γυναίκα Τζουμερκιώτισσα στο ξεροχώραφο, σκυφτή με το τσαπί, να ανοίγεις αυλάκι με τα ροζιασμένα χέρια σου που γίνηκαν τρυφερή αγκαλιά που ανάστησε παιδιά κι εγγόνια. Σε είδα να δεματιάζεις το χορτάρι μαζί και το όνειρο για προκοπή: Σε είδα να πλέκεις ασταμάτητα τα τσιουρέπια και τις φανέλες του στρατιώτη που αγωνίζονταν στο μέτωπο για μια Ελλάδα λεύτερη, χωρίς κατακτητές, κηδεμόνες και αφεντικά. Σε είδα να κουβαλάς ασταμάτητα πέτρες για τις ξερολιθιές, για να μπαζώσεις τις ρίπες και να φτιάξεις καινούριο χωραφάκι. Σε είδα να σε ξεριζώνουν από το χωριό σου. Να κλαις έξω από το καμένο καλύβι σου. Να ντύνεσαι στα μαύρα πολύ νέα. Σε είδα μόνη σου να ανηφορίζεις, χωρίς σταματημό, αγκομαχώντας τις γιδόστρατες φορτωμένη με της ζωής σου τον τίμιο κόπο. Σε είδα να γεννάς στο χωράφι, στη στάνη και στ' απόσκια. Μόνη σου, με την πίστη σου στη δημιουργία. Να περπατάς μερόνυχτα με καθάριο το βλέμμα στο ρυτιδιασμένο-αυλακωμένο σου πρόσωπο, για μια χούφτα αλεύρι. Σε είδα. Σε είδα στα πετρωμένα τα χωριά να κρατάς την Ελλάδα ζαλίκα στην κυρτωμένη ράχη σου. Και αντίς για ευχαριστώ, σού έκοψαν και τη σύνταξη...

Ταχυδρόμος 'Αρτας